ὀξώδη

ὀξώδη
ὀξώδης
like vinegar
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ὀξώδης
like vinegar
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ὀξώδης
like vinegar
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηλίανθος — Πολυετής, ριζωματώδης πόα της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα), η οποία κατάγεται από την Αμερική. Στην Ελλάδα καλλιεργείται εδώ και πολλά χρόνια. Φτάνει σε ύψος 2 3 μ. και έχει κιτρινόχρυσα άνθη κατά κεφάλια με διάμετρο 3 8 εκ., που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”